κιγκλίδωμα

κιγκλίδωμα
railing

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίδωμα — το ατος, φραγμός από κάγκελα: Η σκάλα έχει κιγκλίδωμα δεξιά και αριστερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …   Dictionary of Greek

  • κιγκλιδωτός — ή, ό (Α κιγκλιδωτός, ή, όν) φραγμένος με κιγκλίδωμα, καγκελωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κιγκλιδώ. Βλ. και κιγκλίδωμα] …   Dictionary of Greek

  • Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …   Википедия

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

  • αδρύφακτος — ἀδρύφακτος, ον (Μ) [δρύφακτος] 1. αυτός που δεν έχει δρύφακτο, δηλ. κιγκλίδωμα [«ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἥ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον» (Ησύχιος)] 2. «ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος» (Ανέκδ. Βεκκ. 345) …   Dictionary of Greek

  • ακιγκλίδωτος — η, ο αυτός που δεν τόν περιέφραξαν με κιγκλίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κιγκλιδωτός < κιγκλιδώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”